- σχίστης
- ο, ΝΑ [σχίζω]νεοελλ.1. αυτός που σχίζει ξύλα, λίθους κ.ά. αντικείμενα2. κάθε λίθος που σχίζεται με ευκολία σε λεπτές επίπεδες πλάκες, σχιστόλιθοςαρχ.αυτός που ανοίγει αυλάκια σε αγρό με αξίνα ή με άροτρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχιστῆς — σχιστός cloven fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασχίστης — και μετασχιστής, ὁ (Α) αυτός που διαιρεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σχίστης (< σχίζω), πρβλ. ξυλο σχίστης, παρα σχίστης] … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… … Dictionary of Greek
Δαυλίς — Αρχαία οχυρή πόλη της Φωκίδας, στα ανατολικά του Παρνασσού, στην αρχαία οδό από τη Χαιρώνεια στους Δελφούς. Ήταν επίσης η αφετηρία της Σχιστής Οδού, που οδηγούσε στη Θεσσαλία. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Δαυλιείς ή Δαυλίδιοι και οι γυναίκες… … Dictionary of Greek